- μυομήτριο
- τοανατ. η μεσαία στιβάδα τού τοιχώματος τής μήτρας, που αποτελείται από λείο μυϊκό ιστό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myometrium (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + μήτρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μητροπλακουντικός — ή, ό φρ. «μητροπλακουντική αποπληξία» ιατρ. οξύ σύνδρομο τής εγκυμονούσας μήτρας με πλήρη σχεδόν αποκόλληση τού πλακούντα και με μεγάλη αιμορραγία μέσα στο μυομήτριο, κάτω από το περιμήτριο και κάτω από το περιτόναιο τών εξαρτημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek
σαλβουταμόλη — η, Ν (φαρμ.) φάρμακο με αγγειοδιασταλτική δράση και χαλαρωτική επίδραση στο μυομήτριο, που χρησιμοποιείται στην αγωγή τών κρίσεων άσθματος και για την πρόληψη πρώιμου τοκετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. salbutamol] … Dictionary of Greek
ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η … Dictionary of Greek